- μεταζήτησις
- μεταζήτησις, εως, ἡ,A seeking after, τινος PMag.Par.1.1428.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταζήτησις — μεταζήτησις, ἡ (Α) [μεταζητώ] 1. η αναζήτηση εκ τών υστέρων 2. η εκ νέου ζήτηση … Dictionary of Greek
μεταζήτησιν — μεταζήτησις seeking after fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)